- σταχώνω
- [стахоно] ρ колоситься.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
σταχώνω — σταχῶ, όω, ΝΜ δένω βιβλίο με στάχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυ(ς), με αρχική σημ. «δένω στάχια», από όπου γενικά «δένω» και για βιβλία «βιβλιοδετώ»] … Dictionary of Greek
σταχώνω — στάχωσα, σταχώθηκα, σταχωμένος, δένω βιβλία και κυρίως χειρόγραφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταχώ — όω, Α βλ. σταχώνω … Dictionary of Greek